περίπαρση

περίπαρση
η, Ν
ιατρ. μορφή απολίνωσης που εφαρμόζεται σε αιμορραγούντα αγγεία και κατά την οποία το ράμμα περνάει με βελόνα γύρω από το αγγείο διά μέσου τών ιστών που τό περιβάλλουν και στη συνέχεια σφίγγεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιρραφή — η, Ν [περιρράπτω] 1. η ραφή γύρω από κάτι, η ραφή κομματιού υφάσματος αφού τό αναδιπλώσουμε, το στρίφωμα, το ρέλιασμα 2. ιατρ. η περίπαρση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”